- αχλή,η
- αχλή, η1. θόλωση της ατμόσφαιρας, ελαφρή ομίχλη, καταχνιά: Μια αχλή τούς εμπόδιζε να δουν μακριά.2. κατσουφιά στο πρόσωπο, μελαγχολία. Στο πρόσωπό του απλωνόταν μια αχλή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.